Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επιπρόσθετα [avv.] επίσημοι [s. masch. pl.]
επιπρόσθετος [agg.] επισημοποίηση [s. femm.]
επιπροσθέτως [avv.] επισημοποιούμαι [v. pass.]
επιπτώσεις [sost femm. pl.] επισημοποιώ {επισημοπο...
επίπτωση {-ης κ. -ώ... επίσημος [agg.]
επίπωμα [s. nt.] επισημότατος [agg.]
επιπωματίζω {επιπωμάτι... επισημότερος [agg.]
επιρρέπεια {-ας κ. (λ... επισημότητα {επισημοτή...
επιρρεπέστατος [agg.] επισήμως [avv.]
επιρρεπέστερος [agg.] επίσης [avv.]
επιρρεπής {επιρρεπ-ο... επισιτίζομαι [v. pass.]
επίρρημα {επιρρήμ-α... επισιτίζω {επισίτισ-...
επιρρηματικός [agg.] επισιτισμός [s. masch.]
επιρρίπτομαι αόρ. επέρρ... επισιτιστής [s. masch.]
επιρρίπτω {επέρριψα,... επισκεπτήριο {επισκεπτη...
επιρροή [s. femm.] επισκέπτης {επισκεπτώ...
επίρρωση {-ης κ. -ώ... επισκέπτομαι {επισκέφτη...
επίσαξη {-ης κ. -ά... επισκέπτρια {επι-σκεπτ...
επίσαξις [s. femm.] επισκευάζομαι [v. pass.]
επισείομαι αόρ. επέσε... επισκευάζω {επισκεύασ...
επισείω {επέσεισα}... επισκευάσιμος [agg.]
επίσημα {επισήμ-ατ... επισκευασμένος [agg.]
επισημαίνομαι [v. pass.] επισκευαστής [s. masch.]
επισημαίνω {επισήμα-ν... επισκευάστρια [s. femm.]
επισήμανση {-ης κ. -ά... επισκευή [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: