Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoεπιρρεπέστατος
aggettivo superlativo di επιρρεπής επιρρεπέστερος aggettivo comparativo di επιρρεπής επιρρεπής aggettivo incline, proclive είναι επιρρεπής στις απoλαύσεις → è incline ai piaceri | είμαι επιρρεπής στο ποτό → essere proclive al bere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |