Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επικίνδυνα [avv.] επίκουρος [agg.]
επικίνδυνος [agg.] επικουρούμαι [v. pass.]
επικινδυνότατος [agg.] επικουρώ {επικουρεί...
επικινδυνότερος [agg.] επικράτεια {-ας κ. (λ...
επικινδυνότητα {χωρ. πληθ... επικρατέστατος [agg.]
επίκληση {-ης κ. -ή... επικρατέστατος [agg.]
επικλητικός [agg.] επικρατέστερος [agg.]
επικλινής {επικλιν-ο... επικρατέστερος [agg.]
επικοινωνία {επικοινων... επικρατέστερος [agg.]
επικοινωνιακός [agg.] επικράτηση {-ης κ. -ή...
επικοινωνίσιμος [agg.] επικρατώ {επικρατεί...
επικοινωνώ {επικοινων... επικρατών [agg.]
επικόλληση {-ης κ. -ή... επικρέμαμαι [v. pass.]
επικολλώ {επικολλάς... επικρεμάμενος [agg.]
επικολλώμαι [v. pass.] επικρίνομαι πρτ. και α...
επικόνδυλος [s. masch.] επικρίνω {επέκρινα,...
επικονιάζω [v. trans.] επίκριση {-ης κ. -ί...
επικονίαση {-ης κ. -ά... επικριτής [s. masch.]
επικοντιστής {επικοντισ... επικριτικός [agg.]
επικοντίστρια {επικοντισ... επικρίτρια {επικριτρι...
επικός [agg.] επικρότηση [s. femm.]
επικούρειος [agg.] επικροτούμαι [v. pass.]
επικουρία [s. femm.] επικροτώ {επικροτεί...
επικουρικός [agg.] επίκρουση {-ης κ. -ο...
επικουρισμός [s. masch.] επικρουστήρας [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: