Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επιβλαβέστατος [agg.] επιβραδύνομαι [v. pass.]
επιβλαβέστερος [agg.] επιβράδυνση {-ης κ. -ύ...
επιβλαβής {επιβλαβ-ο... επιβραδυντής [s. masch.]
επιβλέπουσα [s. femm.] επιβραδυντικός [agg.]
επιβλέπω {επέβλεψα}... επιβραδύνω {επιβράδυν...
επιβλέπων {επιβλέπ-ο... επιβραδύνων [agg.]
επίβλεψη {-ης κ. -έ... επιγαστρικός [agg.]
επιβληθείς [agg.] επιγάστριο {επιγαστρί...
επιβλητικά [avv.] επιγεγραμμένος [agg.]
επιβλητικός [agg.] επίγεια [s. nt. pl.]
επιβλητικότατος [agg.] επίγειος [agg.]
επιβλητικότερος [agg.] επιγένεση {-ης κ. -έ...
επιβλητικότητα [s. femm.] επιγενέστατος [agg.]
επιβλητικώτατος [agg.] επιγενέστερος [agg.]
επιβλητικώτερος [agg.] επιγενετικός [agg.]
επιβλητός [agg.] επιγενόμενοι [s. masch. pl.]
επιβοήθεια [s. femm.] επιγίνομαι [v. pass.]
επιβοηθητικός [agg.] επιγινώσκω [v. trans.]
επιβολή {χωρ. πληθ... επιγλωττίδα [s. femm.]
επιβουλεύομαι {επιβουλεύ... επιγλωττικός [agg.]
επιβουλή [s. femm.] επίγνωση {-ης κ. -ώ...
επίβουλος [agg.] επιγονατίδα [s. femm.]
επιβραβεύομαι [v. pass.] επιγονάτιο {επιγονατί...
επιβράβευση [s. femm.] επίγονοι [s. masch. pl.]
επιβραβεύω {επιβράβευ... επίγονος {επιγόν-ου...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: