Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


επιβλητικός  
aggettivo

1 imponente επιβλητική παρουσία aspetto imponente
2 imponente, grandioso, enorme επιβλητικό κτίριο edificio imponente

επιβλητικότατος
aggettivo

superlativo di επιβλητικός

επιβλητικότερος
aggettivo

comparativo di επιβλητικός

επιβλητικώτερος
aggettivo

comparativo di επιβλητικός

permalink
continua sotto

<<  επιβλητικά επιβλητικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---