Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
επανέκδοση [-εις] επανεξετάζω [v. trans.]
επανεκδόσιμος [agg.] επανεξέταση [s. femm.]
επανεκθέτω [v. trans.] επανεξεταστέος [agg.]
επανεκλέγομαι αόρ. επανε... επανεξοπλίζομαι [v. pass.]
επανεκλέγω αόρ. επανε... επανεξοπλίζω [v. trans.]
επανεκλέξιμος [agg.] επανεξοπλισμός [s. masch.]
επανεκλογή [s. femm.] επανεπένδυση [s. femm.]
επανεκπαίδευση [s. femm.] επανεπενδύω [v. trans.]
επανεκπαιδεύω [v. trans.] επανέρχομαι {επανήλθα}...
επανεκπέμπομαι (> εκπέμπω... επανερχόμενος [agg.]
επανεκπέμπω (> εκπέμπω... επανευρίσκω (επανηύρα ...
επανεκπομπή [s. femm.] επανεφευρίσκω [v. trans.]
επανεκτιμώ [-άς, -ά] ... επανεφοδιάζομαι [v. pass.]
επανεκτιμώμαι [v. pass.] επανεφοδιάζω [v. trans.]
επανέλεγχος [s. masch.] επανιδρύομαι [v. pass.]
επανεμφανίζομαι [v. pass.] επανίδρυση [s. femm.]
επανεμφάνιση [s. femm.] επανιδρύω [v. trans.]
επανενεργοποίηση [s. femm.] επάνοδος {επανόδ-ου...
επανένταξη [s. femm.] επανορθώνομαι [v. pass.]
επανεντάσσομαι αόρ. επανέ... επανορθώνω (επανόρθ-ω...
επανένωση [-εις] επανόρθωση {-ης κ. -ώ...
επανεξάγομαι (> εξάγω) επανορθώσιμος [agg.]
επανεξάγω (> εξάγω) ... επανορθωτικός [agg.]
επανεξαγωγή [s. femm.] επάνω [agg.]
επανεξετάζομαι [v. pass.] επάνω [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: