Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εξτρεμισμός [s. masch.] εξυπνάκιας ο πληθ. εξ...
εξτρεμιστής [s. masch.] έξυπνος [agg.]
εξτρεμιστικός [agg.] εξυπνότατος [agg.]
εξτρεμίστρια [s. femm.] εξυπνότερος [agg.]
εξυβρίζομαι [v. pass.] εξυφαίνομαι [v. pass.]
εξυβρίζω {εξύβρισ-α... εξυφαίνω {εξύφα-να,...
εξύβριση {-ης κ. -ί... εξυψώνω {εξύψω-σα,...
εξυβριστικός [agg.] εξύψωση {-ης κ. -ώ...
εξυγιαίνομαι [v. pass.] έξω [s. masch.]
εξυγιαίνω {εξυγίαν-α... έξω [prep.]
εξυγίανση {-ης κ. -ά... έξω [avv.]
εξυγιαντικός [agg.] έξω! [int.]
εξύμνηση {-ης κ. -ή... εξωγαλακτικός [agg.]
εξυμνητής [s. masch.] εξωγαμία {εξωγαμιών...
εξυμνούμαι [v. pass.] εξωγαμικός [agg.]
εξυμνώ {εξυμνείς.... εξώγαμος [agg.]
εξυπακούεται {μόνο σε ε... εξωγενής {εξωγεν-ού...
εξυπακου§όμενος [agg.] εξωγήινος [agg.]
εξυπηρέτηση {-ης κ. -ή... εξώδερμα [s. nt.]
εξυπηρετικά [avv.] εξωδερμίδα [s. femm.]
εξυπηρετικός [agg.] εξωδικαστικός [agg.]
εξυπηρετούμαι [v. pass.] εξώδικο {εξωδίκ-ου...
εξυπηρετώ {εξυπηρετε... εξώδικος [agg.]
έξυπνα [avv.] έξωθεν [avv.]
εξυπνάδα {χωρ. γεν.... εξωθερμικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: