Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εξ ίσου, εξίσου [avv.] εξοβελισμός [s. masch.]
εξισπανίζω [v. trans.] εξόγκωμα [s. nt.]
εξισπανισμός [s. masch.] εξογκωμένος [agg.]
εξίσταμαι [v. pass.] εξογκώνομαι [v. pass.]
εξιστόρηση [s. femm.] εξογκώνω {εξόγκω-σα...
εξιστορούμαι [v. pass.] εξόγκωση [s. femm.]
εξιστορώ [-είς, -εί... έξοδα [s. nt. pl.]
εξισώνομαι [v. pass.] έξοδο {εξόδ-ου |...
εξισώνω {εξίσω-σα,... έξοδον [s. nt.]
εξίσωση {-ης κ. -ώ... έξοδος {εξόδ-ου |...
εξισωτής [s. masch.] εξοδούχος [s. masch.]
εξισωτικός [agg.] εξοίδημα {εξοιδήμ-α...
εξιταλίζομαι [v. pass.] εξοιδημένος [agg.]
εξιταλίζω [v. trans.] εξοίδηση {-ης κ. -ή...
εξιταλισμός [s. masch.] εξοικειωμένος [agg.]
εξίτηλος [agg.] εξοικειώνομαι [v. pass.]
εξιτήριο [s. nt.] εξοικειώνω {εξοικείω-...
εξιχνιάζομαι [v. pass.] εξοικείωση {-ης κ. -ώ...
εξιχνιάζω {εξιχνίασ-... εξοικονόμηση [s. femm.]
εξιχνίαση [s. femm.] εξοικονομούμαι [v. pass.]
εξιχνιάσιμος [agg.] εξοικονομώ {εξοικονομ...
εξιχνιαστής [s. masch.] εξοικονομών [agg.]
εξιχνιάστρια [s. femm.] εξοκέλλω {εξώκειλα ...
εξοβελίζομαι [v. pass.] εξόκουκκον [s. nt.]
εξοβελίζω {εξοβέλισ-... εξολισθαίνω {εξολίσθησ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: