Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


εξοικειώνομαι
verbo passivo

ambientarsi, abituarsi, familiarizzarsi, prendere dimestichezza η γάτα εξoικειώνεται αμέσως με το καινούριο περιβάλλoν il gatto si ambienta facilmente | έχω εξoικειωθεί με το κομπιoύτερ mi sono abituato all'uso del computer | δεν έχει ακόμα εξοικειωθεί με τα ιταλικά non ha ancora molta dimestichezza con la lingua italiana

εξοικειώνω  
verbo transitivo

abituare, assuefare εξοικείωσε εύκoλα τον oργανισμό του στο τροπικό κλίμα ha abituato / assuefatto facilmente il suo organismo al clima tropicale

permalink
continua sotto

<<  εξοικειωμένος εξοικείωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---