Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εξισλαμίζομαι [v. pass.] εξιχνιάζομαι [v. pass.]
εξισλαμίζω {εξισλάμισ... εξιχνιάζω {εξιχνίασ-...
εξισλαμισμός [s. masch.] εξιχνίαση [s. femm.]
εξισορροπημένος [agg.] εξιχνιάσιμος [agg.]
εξισορρόπηση [s. femm.] εξιχνιαστής [s. masch.]
εξισορροπητικός [agg.] εξιχνιάστρια [s. femm.]
εξισορροπούμαι [v. pass.] εξοβελίζομαι [v. pass.]
εξισορροπώ {εξισορροπ... εξοβελίζω {εξοβέλισ-...
εξ ίσου, εξίσου [avv.] εξοβελισμός [s. masch.]
εξισπανίζω [v. trans.] εξόγκωμα [s. nt.]
εξισπανισμός [s. masch.] εξογκωμένος [agg.]
εξίσταμαι [v. pass.] εξογκώνομαι [v. pass.]
εξιστόρηση [s. femm.] εξογκώνω {εξόγκω-σα...
εξιστορούμαι [v. pass.] εξόγκωση [s. femm.]
εξιστορώ [-είς, -εί... έξοδα [s. nt. pl.]
εξισώνομαι [v. pass.] έξοδο {εξόδ-ου |...
εξισώνω {εξίσω-σα,... έξοδον [s. nt.]
εξίσωση {-ης κ. -ώ... έξοδος {εξόδ-ου |...
εξισωτής [s. masch.] εξοδούχος [s. masch.]
εξισωτικός [agg.] εξοίδημα {εξοιδήμ-α...
εξιταλίζομαι [v. pass.] εξοιδημένος [agg.]
εξιταλίζω [v. trans.] εξοίδηση {-ης κ. -ή...
εξιταλισμός [s. masch.] εξοικειωμένος [agg.]
εξίτηλος [agg.] εξοικειώνομαι [v. pass.]
εξιτήριο [s. nt.] εξοικειώνω {εξοικείω-...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: