Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εντονότερος [agg.] έντυμαν [s. nt.]
εντονώτατος [agg.] εντύνω [v. trans.]
εντονώτερος [agg.] έντυπο {εντύπ-ου ...
εντοπίζομαι [v. pass.] έντυπος [agg.]
εντοπίζω {εντόπισ-α... εντυπωμένος [agg.]
εντοπιότητα {χωρ. πληθ... εντυπώνομαι [v. pass.]
εντόπιση [s. femm.] εντυπώνω {εντύπω-σα...
εντοπίσιμος [agg.] εντύπωση {-ης κ. -ώ...
εντοπισμένος [agg.] εντυπωσιάζομαι [v. pass.]
εντοπισμός [s. masch.] εντυπωσιάζω {εντυπωσία...
εντός [avv.] εντυπωσιακά [avv.]
εντόσθια [s. femm.] εντυπωσιακός [agg.]
εντόσθια {εντοσθίων... εντυπωσιακότατος [agg.]
εντούτοις [avv.] εντυπωσιακότερος [agg.]
εντράδα [s. femm.] εντυπωσιακώτατος [agg.]
εντριβή [s. femm.] εντυπωσιακώτερος [agg.]
εντριτεία [s. femm.] εντυπωσιασμένος [agg.]
έντριτον [s. nt.] εντυπωσιασμός [s. masch.]
έντρομος [agg.] εντυπωτικός [agg.]
εντροπαλός [agg.] ενυδατωμένος [agg.]
εντροπία [s. femm.] ενυδατώνομαι (ενυδατ-ώθ...
εντροπιάζομαι [v. pass.] ενυδατώνω {ενυδάτω-σ...
εντροπιαρία [s. femm.] ενυδάτωση [s. femm.]
εντρυφώ {εντρυφάς.... ενυδατωτικός [agg.]
έντυμα [s. nt.] ενυδρείο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: