Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


έντονος  
aggettivo

intenso, vivo, acceso, duro, vibrato έντονα χρώματα colori intensi / accesi | έντονο ενδιαφέρον vivo interesse | έντονη συζήτηση discussione accesa | έντονο ύφος tono duro | έντονη διαμαρτυρία vibrata protesta

εντονότατος
aggettivo

superlativo di έντονος

εντονότερος
aggettivo

comparativo di έντονος

εντονώτερος
aggettivo

comparativo di έντονος

permalink
continua sotto

<<  έντονα εντονώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---