Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
εντομογαμία [s. femm.] εντόσθια [s. femm.]
εντομοκτόνο [s. nt.] εντόσθια {εντοσθίων...
εντομοκτόνος [agg.] εντούτοις [avv.]
εντομολογία {χωρ. πληθ... εντράδα [s. femm.]
εντομολογικός [agg.] εντριβή [s. femm.]
εντομολόγος [s. masch. e femm.] εντριτεία [s. femm.]
εντομοφάγο [s. nt.] έντριτον [s. nt.]
εντομοφάγος [agg.] έντρομος [agg.]
εντομοφιλία [s. femm.] εντροπαλός [agg.]
εντομόφιλος [agg.] εντροπία [s. femm.]
έντον [avv.] εντροπιάζομαι [v. pass.]
έντονα [avv.] εντροπιαρία [s. femm.]
έντονος [agg.] εντρυφώ {εντρυφάς....
εντονότατος [agg.] έντυμα [s. nt.]
εντονότερος [agg.] έντυμαν [s. nt.]
εντονώτατος [agg.] εντύνω [v. trans.]
εντονώτερος [agg.] έντυπο {εντύπ-ου ...
εντοπίζομαι [v. pass.] έντυπος [agg.]
εντοπίζω {εντόπισ-α... εντυπωμένος [agg.]
εντοπιότητα {χωρ. πληθ... εντυπώνομαι [v. pass.]
εντόπιση [s. femm.] εντυπώνω {εντύπω-σα...
εντοπίσιμος [agg.] εντύπωση {-ης κ. -ώ...
εντοπισμένος [agg.] εντυπωσιάζομαι [v. pass.]
εντοπισμός [s. masch.] εντυπωσιάζω {εντυπωσία...
εντός [avv.] εντυπωσιακά [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: