Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
έναυσμα {εναύσμ-ατ... ενδελεχής {ενδελεχ-ο...
ενδεδειγμένος [agg.] ενδελεχώς [s. masch.]
ενδεέστατος [agg.] ενδέχεται [v. imp.]
ενδεέστερος [agg.] ενδεχόμενο {ενδεχομέν...
ενδεής {ενδε-ούς ... ενδεχόμενος [agg.]
ένδεια {ένδ-ειας ... ενδεχομένως [avv.]
ενδείκνυμαι {ενδείκνυ-... ενδημία {χωρ. πληθ...
ενδείκνυται {ενδείκνυ-... ενδημικός [agg.]
ενδείκτης [s. masch.] ενδημικότητα [s. femm.]
ενδεικτικά [avv.] ενδημισμός [s. masch.]
ενδεικτικό [s. nt.] ενδημώ {ενδημείς....
ενδεικτικός [agg.] ενδιάθετος [agg.]
ένδειξη {-ης κ. -ε... ενδιαίτημα {ενδιαιτήμ...
ένδεκα [agg. num. card.] ενδιαίτηση {-ης κ. -ή...
ενδεκάγωνο [s. nt.] ενδιαιτώμαι {ενδιαιτάσ...
ενδεκάδα [s. femm.] ενδιάμεσος [agg.]
ενδεκαετής [agg.] ενδιάμεσος [s. masch.]
ενδεκαπλασιάζομαι [v. pass.] ενδιατρίβω {ενδιέτριψ...
ενδεκασύλλαβος [s. masch.] ενδιαφέρει [v. imp.]
ενδέκατος {ενδεκάτου... ενδιαφέρομαι Ρ πρτ. και...
ενδεκάχρονος [agg.] ενδιαφερόμενος [agg.]
ενδελεχέστατος [agg.] ενδιαφερόμενος [s. masch.]
ενδελεχέστατος [agg.] ενδιαφέρον {ενδιαφέρ-...
ενδελεχέστερος [agg.] ενδιαφέρω {μτχ. ενεσ...
ενδελεχέστερος [agg.] ενδιαφέρων {ενδιαφέρ-...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: