Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoενδιαφέρει
verbo impersonale importare, interessare ενδιαφέρομαι verbo passivo interessarsi, provare / mostrare interesse ενδιαφέρεται για τα προβλήματα των άλλων → si interessa dei problemi degli altri | ενδιαφέρεται για την ποίηση → si interessa di poesia | έχει πάψει να ενδιαφέρεται για τη γυναίκα του → non prova più alcun interesse per la moglie ενδιαφέρω verbo transitivo interessare, importare δεν τον ενδιαφέρούν τα παιδιά του → i suoi figli non lo interessano | αυτή η ταινία δε με ενδιαφέρει → questo film non mi interessa | δε μ' ενδιαφέρει! → non mi interessa!, non m' importa! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |