Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ενδιαφέρω {μτχ. ενεσ... ενδοθήλιο {ενδοθηλί-...
ενδιαφέρων {ενδιαφέρ-... ενδοθωρακικός [agg.]
ενδίδω Ρ αόρ. ενέ... ενδοιασμός [s. masch.]
ενδίδων [agg.] ενδοιαστικός [agg.]
ένδικος [agg.] ενδοκαρδιακός [agg.]
ενδίπλωση [s. femm.] ενδοκάρδιο {ενδοκαρδί...
ενδοαγγειακός [agg.] ενδοκαρδίτιδα {χωρ. πληθ...
Ενδογαλακτικός [agg.] ενδοκάρπιο {ενδοκαρπί...
ενδογαμία {ενδογαμιώ... ενδόκαρπος [s. masch.]
ενδόγαμος [agg.] Ενδοκοινοβουλευτικός [agg.]
ενδογενής {ενδογεν-ο... ενδοκομματικός [agg.]
ενδογονία [s. femm.] ενδοκρανιακός [agg.]
ενδογραμμικός [agg.] ενδοκρανίο [s. nt.]
ενδόδερμα [s. nt.] ενδοκρινής {ενδοκριν-...
ενδοδερμίδα [s. femm.] ενδοκρινολογία {χωρ. πληθ...
ενδοδερμικός [agg.] ενδοκρινολογικός [agg.]
Ενδοδιαμόρφωση [s. femm.] ενδοκρινολόγος [s. masch. e femm.]
ενδοεγκεφαλικός [agg.] ενδοκυβερνητικός [agg.]
Ενδοεξομολογητικός [agg.] ενδοκυτταρικός [agg.]
ενδοεπικοινωνία {χωρ. πληθ... ενδολέμφος [s. masch.]
Ενδοεπικοινωνιακός [agg.] ενδομητρήτιδα [s. femm.]
ενδοζωνικός [agg.] ενδομήτριο {ενδομητρί...
ενδόζωο [s. nt.] ενδομήτριος [agg.]
ενδοθερμικός [agg.] ενδομοριακός [agg.]
ενδοθηλιακός [agg.] ενδομορφισμός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: