Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ενάνθεμα [s. nt.] εναργέστερος [agg.]
ενανθρωπίζομαι {ενανθρώπη... εναργής {εναργ-ούς...
ενανθρώπιση {-ης κ. -ή... εναργώς [avv.]
ενανθρωπούμαι [v. pass.] ενάρετα [avv.]
έναντι [avv.] ενάρετος [agg.]
ενάντια [avv.] έναρθρος [agg.]
εναντιολογία [s. femm.] ενάρθρωση [s. femm.]
εναντίον [avv.] εναρκτήριος [agg.]
ενάντιος {εναντί-ου... εναρμονίζομαι [v. pass.]
εναντιότητα {εναντιοτή... εναρμονίζω {εναρμόνισ...
εναντιούμενος [agg.] εναρμόνιος [agg.]
εναντιωματικός [agg.] εναρμόνιση {-ης κ. -ί...
εναντιώνομαι {εναντιώ-θ... εναρμονισμένος [agg.]
εναντίωση {-ης κ. -ώ... εναρμονίστρια [s. femm.]
εναπόθεση {-ης κ. -έ... έναρξη {-ης κ. -ά...
εναποθέτομαι αόρ. εναπέ... ένας [art.]
εναποθέτω {εναπόθεσα... ένας [agg. num. card.]
εναποθηκεύομαι [v. pass.] ένας [pron. indef.]
εναποθήκευση [s. femm.] ενάσκηση [s. femm.]
εναπόκειται [v. imp.] ενασκούμαι [v. pass.]
εναπομένω {εναπέμειν... ενασκώ {ενασκείς....
εναπομένων [agg.] έναστρος [agg.]
εναποτίθεμαι αόρ. εναπέ... ενασχόληση {-ης κ. -ή...
ενάργεια (χωρίς πλη... ενασχολούμαι [-είσαι, -...
εναργέστατος [agg.] ενατενίζω (ενατένισα...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: