Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
έκθετος [agg.] εκκεντρικότερος [agg.]
εκθέτρια {εκθετριών... εκκεντρικότητα {εκκεντρικ...
εκθέτω {εξέθεσα· ... εκκεντρικώτατος [agg.]
εκθέτων [agg.] εκκεντρικώτερος [agg.]
εκθηλυμένα [avv.] έκκεντρος [agg.]
εκθηλυμένος [agg.] εκκεντρότητα [s. femm.]
εκθηλύνομαι [v. pass.] εκκενωθείς [agg.]
εκθήλυνση [s. femm.] εκκενώνομαι [v. pass.]
εκθηλύνω {εκθήλυ-να... εκκενώνω {εκκένω-σα...
εκθλίβω Ρ αόρ. εξέ... εκκένωση {-ης κ. -ώ...
εκθλιπτικός [agg.] εκκενώσιμος [agg.]
έκθλιψη {-ης κ. -ί... εκκίνηση {-ης κ. -ή...
εκθρονίζω {εκθρόνισ-... εκκινητήρας [s. masch.]
εκθρόνιση [s. femm.] εκκινώ {εκκινείς....
εκθρονισμένος [agg.] εκκινών [s. masch.]
εκκαθαρίζω {εκκαθάρισ... εκκλησάκι [s. nt.]
εκκαθάριση {-ης κ. -ί... εκκλησάρης [s. masch.]
εκκαθαριστής [s. masch.] εκκλησάρισσα [s. femm.]
εκκαθαριστικός [agg.] έκκληση {-ης κ. -ή...
εκκαθαρίστρια [s. femm.] εκκλησία {εκκλησιών...
εκκαλώ {εκκαλείς.... εκκλησιά [s. femm.]
εκκαλών [agg.] Εκκλησιαστής [nome pr. masch.]
εκκεντρικά [avv.] εκκλησιαστικός [agg.]
εκκεντρικός [agg.] εκκλησιολογία [s. femm.]
εκκεντρικότατος [agg.] εκκλησιολόγος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: