Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δικός [agg.] δίλοβος [agg.]
Δικοτυλήδονα [s. nt. pl.] διμερής [agg.]
δικοτυλήδονο [s. nt.] διμεταλλικός [agg.]
δικοτυλήδονος [agg.] διμεταλλισμός [s. masch.]
δίκοχο [s. nt.] δίμετρο [s. nt.]
δικράνι {δικραν-ιο... διμέτωπος [agg.]
δίκρανο {δικράν-ου... διμηνία [s. femm.]
δίκταμο {-ου κ. -ά... διμηνιαίος [agg.]
δικτάτορας {δικτατόρω... δίμηνος [agg.]
δικτατορία {δικτατορι... διμοιρία {διμοιριών...
δικτατορικός [agg.] διμοιρίτης {διμοιριτώ...
δίκτυ [s. nt.] διμοιρίτισσα [s. femm.]
δίκτυο {δικτύ-ου ... διμορφισμός [s. masch.]
δικτυοειδής [agg.] δίμορφος [agg.]
δικτύωμα {δικτυώμ-α... δινάριο [s. nt.]
δικτυωμένος [agg.] δίνη {δινών}
δικτυώνομαι (δικτυ-ώθη... δινιτροφαινόλη [s. femm.]
δικτυώνω {δικτύω-σα... δίνομαι Ρ αόρ. έδω...
δικτύωση {-ης κ. -ώ... δίνω {έδωσα (σπ...
δικτυωτό [s. nt.] διό [avv.]
δικτυωτός [agg.] διογκούμαι [v. pass.]
δίκυκλο {δικύκλ-ου... διογκωμένος [agg.]
δίκυκλος [agg.] διογκώνομαι [v. pass.]
δικύλινδρος [agg.] διογκώνω {διόγκ-ωσα...
δίλημμα {διλήμμ-ατ... διόγκωση {-ης κ. -ώ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: