Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δικαιούμαι {δικαιούσα... δικέφαλος [agg.]
δικαιούχος [agg.] δίκη {δικών}
δικαίωμα {δικαιώμ-α... δικηγοράκος [s. masch.]
δικαιωματικά [avv.] δικηγορία {χωρ. πληθ...
δικαιωματικός [agg.] δικηγορικός [agg.]
δικαιωμένος [agg.] δικηγορίνα {χωρ. γεν....
δικαιώνομαι [v. pass.] δικηγορίσκος [s. masch.]
δικαιώνω {δικαίω-σα... δικηγορίστικος [agg.]
δικαίωση {-ης κ. -ω... δικηγόρος [s. masch. e femm.]
δικανικός [agg.] δικηγορώ {δικηγορεί...
δίκαννο [s. nt.] δίκην [avv.]
δικάσιμη [s. femm.] δικηροτρίκηρα [s. nt. pl.]
δικάσιμος [agg.] δικινητήριος [agg.]
δικασμένος [agg.] δίκιο [s. nt.]
δικαστήρια [s. femm.] δικλείδα [s. femm.]
δικαστήριο {δικαστηρί... δικλίδα [s. femm.]
δικαστής {θηλ. δικα... δίκλινος [agg.]
δικαστικά [avv.] δικογραφία {δικογραφι...
δικαστικός [agg.] δικοί [s. masch. pl.]
δικαστικός [s. masch. e femm.] δικολαβικός [agg.]
δικαστίνα {χωρ. γεν.... δικολάβος [s. masch.]
δικέλλα [s. femm.] δικομματικός [agg.]
δικέλλι [s. nt.] δικομματισμός [s. masch.]
δικέρατος [agg.] δικονομία {δικονομιώ...
δίκερο [s. nt.] δίκοπος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: