Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


δικαίωμα  
sostantivo neutro

diritto [m] πολιτικά δικαιώματαdiritti politici | συγγραφικά δικαιώματαdiritti d'autore | ο έχων δικαίωμαl'avente diritto | με ποιο δικαίωμα μου μιλάς έτσι;con quale diritto mi parli cosi?

permalink
continua sotto

<<  δικαιούχος δικαιωματικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---