Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διέξοδος {διεξόδ-ου... διεστραμμένος [agg.]
Διεπαρχιακός [agg.] διετής [agg.]
διεπιστημονικός [agg.] διετία [s. femm.]
διέπω {δύσχρ. πα... διευθετηθείς [agg.]
διεργασία {διεργασιώ... διευθετημένος [agg.]
διερευνημένος [agg.] διευθέτηση {-ης κ. -ή...
διερεύνηση {-ης κ. -ή... διευθετήσιμος [agg.]
διερεύνησις [s. femm.] διευθετούμαι [v. pass.]
διερευνητής [s. masch.] διευθετώ {διευθετεί...
διερευνητικός [agg.] διευθύνουσα [s. femm.]
διερευνήτρια {διερευνητ... διεύθυνση {-ης κ. -ύ...
διερευνώ {διερευνάς... διευθυνσιογράφος [s. masch.]
διερμηνέας {(θηλ. διε... Διευθυνσιοδότηση [s. femm.]
διερμηνεία [s. femm.] διευθυνσιοδοτώ [v. trans.]
διερμηνευμένος [agg.] διευθυντήριο {διευθυντη...
διερμήνευση [s. femm.] διευθυντής {-ή κ. (λό...
διερμηνεύω {διερμήνευ... διευθυντικός [agg.]
διερρηγμένος [agg.] διευθύντρια {διευθυντρ...
διέρχομαι {διήλθα (μ... διευθύνω {μτχ. ενεσ...
διερχόμενος [agg.] διευθύνων [agg.]
διερωτώμαι {διερωτάσα... διευκόλυνση {-ης κ. -ύ...
δίεση {-ης κ. -έ... διευκολύνω {διευκόλυ-...
δίεσις [s. femm.] διευκρινίζω {διευκρίνι...
διεσπαρμένος [agg.] διευκρίνιση {-ης κ. -ί...
διεσταλμένος [agg.] διευκρινισμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: