Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδιευθύνω
verbo transitivo 1 dirigere διευθύνω ένα ξενοδοχείο → dirigere un albergo | διευθύνω μια εταιρεία → dirigere una società | διευθύνω μια ορχήστρα → dirigere un'orchestra 2 guidare; dirigere διευθύνω μια συζήτηση → guidare una discussione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |