Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διαφιλονεικώ [v. trans.] διαφραγματικός [agg.]
διαφιλονικούμενος [agg.] διαφυγή [s. femm.]
διαφιλονικώ {διαφιλονι... διαφυλαγμένος [agg.]
διαφορά [s. femm.] διαφυλάγω (διαφύλ-αξ...
διαφορετικά [avv.] διαφύλαξη {-ης κ. -ά...
διαφορετικός [agg.] διαφυλάσσω {διαφύλα-ξ...
διαφορετικότατος [agg.] διαφυλάττομαι [v. pass.]
διαφορετικότερος [agg.] διαφυλάττω (διαφύλ-αξ...
διαφορετικότητα {χωρ. πληθ... Διαφυλετικός [agg.]
διαφορετικώτατος [agg.] διάφυση {-ης κ. -ύ...
διαφορετικώτερος [agg.] διαφωνία {διαφωνιών...
διαφορήσιμος [agg.] διαφωνικός [agg.]
διαφορίζω {διαφόρισ-... διαφωνώ {διαφωνείς...
διαφορικό [s. nt.] διαφωνών [agg.]
διαφορικός [agg.] διαφωτίζω {διαφώτισ-...
διαφοριστής [s. masch.] διαφώτιση [-εις]
διάφορο [s. nt.] διαφωτισμένος [agg.]
διάφοροι [agg.] διαφωτισμός {χωρ. πληθ...
διαφοροποιημένος [agg.] διαφωτιστής {διαφωτιστ...
διαφοροποίηση {-ης κ. -ή... διαφωτιστικός [agg.]
διαφοροποιητικός [agg.] διαφωτίστρια {διαφωτιστ...
διαφοροποιούμαι [v. pass.] διάφωτος [agg.]
διαφοροποιώ [-είς, -εί... διαχαραγμένος [agg.]
διάφορος {διαφόρων} διαχειμάζω {διαχείμασ...
διάφραγμα {διαφράγμ-... διαχειμάζων [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: