Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


διαφορετικός  
aggettivo

differente; diverso έχουμε διαφορετικές γνώμεςabbiamo pareri diversi | μου φάνηκε λίγο διαφορετικός σήμεραmi è sembrato un po' diverso oggi

διαφορετικότατος
aggettivo

superlativo di διαφορετικός

διαφορετικότερος
aggettivo

comparativo di διαφορετικός

διαφορετικώτατος
aggettivo

superlativo di διαφορετικός

διαφορετικώτερος
aggettivo

comparativo di διαφορετικός

permalink
continua sotto

<<  διαφορετικά διαφορετικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---