Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διάφανος [agg.] διαφθορέας {διαφθορ-ε...
διαφανοσκόπηση [s. femm.] διαφιλονεικώ [v. trans.]
Διαφανοσκόπιο [s. nt.] διαφιλονικούμενος [agg.]
διαφανώς [avv.] διαφιλονικώ {διαφιλονι...
διάφεγγος [agg.] διαφορά [s. femm.]
διαφέντεμα [s. nt.] διαφορετικά [avv.]
διαφεντευμένος [agg.] διαφορετικός [agg.]
διαφεντεύω {διαφέντ-ε... διαφορετικότατος [agg.]
διαφέρομαι [v. pass.] διαφορετικότερος [agg.]
διαφέρον [s. nt.] διαφορετικότητα {χωρ. πληθ...
διαφέρω {διέφερα} ... διαφορετικώτατος [agg.]
διαφέρων [agg.] διαφορετικώτερος [agg.]
διαφεύγω Ρ αόρ. διέ... διαφορήσιμος [agg.]
διαφημίζομαι [v. pass.] διαφορίζω {διαφόρισ-...
διαφημιζόμενος [agg.] διαφορικό [s. nt.]
διαφημίζω {διαφήμισ-... διαφορικός [agg.]
διαφήμιση {-ης κ. -ί... διαφοριστής [s. masch.]
διαφημισμένος [agg.] διάφορο [s. nt.]
διαφημιστές [s. masch. pl.] διάφοροι [agg.]
διαφημιστής {διαφημιστ... διαφοροποιημένος [agg.]
διαφημιστικός [agg.] διαφοροποίηση {-ης κ. -ή...
διαφημίστρια {διαφημιστ... διαφοροποιητικός [agg.]
διαφθείρομαι Ρ αόρ. διέ... διαφοροποιούμαι [v. pass.]
διαφθείρω {διέφθ-ειρ... διαφοροποιώ [-είς, -εί...
διαφθορά [s. femm.] διάφορος {διαφόρων}

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: