Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διασίδι [s. nt.] διασκόπιο {διασκοπί-...
διασκεδάζω {διασκέδασ... διασκορπίζομαι [v. pass.]
διασκεδάζω {διασκέδασ... διασκορπίζω {διασκόρπι...
διασκέδαση {-ης κ. -ά... διασκόρπιση [s. femm.]
διασκέδασις [s. femm.] διασκορπισμένος [agg.]
διασκεδασμένος [agg.] διασκορπισμός [s. masch.]
διασκεδασμός [s. masch.] διασκορπιστικός [agg.]
διασκεδαστής {διασκεδασ... διασκορπώ [v. trans.]
διασκεδαστικά [avv.] διασπαθίζω {διασπαθισ...
διασκεδαστικός [agg.] διασπάθιση [s. femm.]
διασκεδαστικότατος [agg.] διασπάθισις [s. femm.]
διασκεδαστικότερος [agg.] διασπαθισμένος [agg.]
διασκεδαστικώτατος [agg.] διασπαθιστής [agg.]
διασκεδαστικώτερος [agg.] διασπαρμένος [agg.]
διασκελίζω {διασκέλισ... διάσπαρτα [avv.]
διασκελισμένος [agg.] διάσπαρτος [agg.]
διασκέπτομαι {διασκέφθη... διάσπαση {-ης κ. -ά...
διασκευάζω {διασκεύασ... διασπάσιμος [agg.]
διασκευασμένος [agg.] διασπασιμότητα [s. femm.]
διασκευαστής [s. masch.] διασπασμένος [agg.]
διασκευάστρια [s. femm.] διασπαστής {διασπαστρ...
διασκευή [s. femm.] διασπαστικός [agg.]
διάσκεψη {-ης κ. -έ... διασπάστρια {διασπαστρ...
διασκόπηση [s. femm.] διασπείρομαι Ρ αόρ. διέ...
διασκοπία [s. femm.] διασπείρω {διέσπειρα...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: