Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδιασκεδαστικός
aggettivo divertente; spassoso διασκεδαστική ιστορία → una storia divertente, spassosa διασκεδαστικότατος aggettivo superlativo di διασκεδαστικός διασκεδαστικότερος aggettivo comparativo di διασκεδαστικός διασκεδαστικώτατος aggettivo superlativo di διασκεδαστικός διασκεδαστικώτερος aggettivo comparativo di διασκεδαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |