Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δημοκρατικώτατος [agg.] δημοσιολόγος [s. masch. e femm.]
δημοκρατικώτερος [agg.] δημοσιονομία [s. femm.]
δημοκρατισμός [s. masch.] δημοσιονομικός [agg.]
δημοκράτισσα {δημοκρατι... δημοσιοποιημένος [agg.]
δημολογία [s. femm.] δημοσιοποίηση [s. femm.]
δημοπρασία {δημοπρασι... δημοσιοποιώ {-είς...} ...
δημοπρατημένος [agg.] δημόσιος {-ου κ. -ί...
δημοπρατήριο {δημοπρατη... δημοσιότητα {χωρ. πληθ...
δημοπράτηση [s. femm.] δημοσίως [avv.]
δημοπρατώ {δημοπρατε... δημοσκόπηση {-ης κ. -ή...
δήμος [s. masch.] δημοσκοπικός [agg.]
Δημοσθένης {-η κ. -έν... δημοσκοπώ [-είς, -εί...
δημοσιά [s. femm.] δημότης {δημοτών}
δημοσία [avv.] δημοτική [s. femm.]
δημοσίευμα {δημοσιεύμ... δημοτικιστής [s. masch.]
δημοσιευμένος [agg.] δημοτικίστρια [s. femm.]
δημοσίευση {-ης κ. -ε... δημοτικό [s. nt.]
δημοσιεύσιμος [agg.] δημοτικοποίηση {-ης κ. -ή...
δημοσιεύω {δημοσίευ-... Δημοτικοποιώ [v. trans.]
δημόσιο {-ου κ. -ί... δημοτικός [agg.]
δημοσιογραφία {χωρ. πληθ... δημοτικότητα {χωρ. πληθ...
δημοσιογραφικός [agg.] δημότις {δημότιδος...
δημοσιογράφος [s. masch. e femm.] δημότισσα {δημοτισσώ...
δημοσιογραφώ {δημοσιογρ... δημοτολόγιο {δημοτολογ...
δημοσιολογία [s. femm.] δημοφιλέστατος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: