Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδημοκρατικός
aggettivo 1 democratico δημοκρατικοί θεσμοί → istituzioni democratiche 2 (ρεπουμπλικάνος) repubblicano δημοκρατικότατος aggettivo superlativo di δημοκρατικός δημοκρατικότερος aggettivo comparativo di δημοκρατικός δημοκρατικώτατος aggettivo superlativo di δημοκρατικός δημοκρατικώτερος aggettivo comparativo di δημοκρατικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |