Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δεξιώνομαι {δεξιώθηκα... δερματίνος [agg.]
δεξίωση {-ης κ. -ώ... δερματίτιδα [s. femm.]
δεξιώτατος [agg.] δερματίτις [s. femm.]
δεξιώτατος [agg.] δερματόδετος [agg.]
δεξιώτερος [agg.] δερματόζωα [s. nt. pl.]
δεξιώτερος [agg.] δερματολογία {χωρ. πληθ...
δεξτρίνη [s. femm.] δερματολογικός [agg.]
δέομαι {δεήθηκα (... δερματολόγος [s. masch. e femm.]
δέον [s. nt.] δερματοπάθεια {δερματοπα...
δέοντα [s. nt. pl.] δερματοπαθικός [agg. e s. masc.]
δεοντολογία {χωρ. πληθ... δερματοστιξία {χωρ. πληθ...
δεοντολογικός [agg.] δερμάτωσις [s. femm.]
δεόντως [avv.] δερμογραφισμός [s. masch.]
δέος {δέους | χ... δερμόπτερα [s. nt. pl.]
δέρας [s. nt.] δερμοσυφιλοπάθεια [s. femm.]
δερβέναγας {δερβεναγά... δέρνω {έδειρα, (...
δερβένι {δερβεν-ιο... δέσε! [int.]
δερβίσης {δερβίσ-ηδ... δέση {-ης κ. -ε...
δέρμα {δέρμ-ατος... δέσιμο {δεσίμ-ατο...
δέρματα [s. nt. pl.] δεσιμότητα [s. femm.]
δερματαλοιφή [s. femm.] δεσμά [s. nt. pl.]
δερματεμπόριο [s. nt.] δεσμευμένος [agg.]
δερματέμπορος [s. masch.] δεσμεύομαι [v. pass.]
δερματικός [agg.] δέσμευση {-ης κ. -ε...
δερμάτινος [agg.] δεσμευτικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: