Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δενδροστοιχία {δενδροστο... δεξαμενισμός {χωρ. πληθ...
δενδροφυτεία {δενδροφυτ... δεξαμενόπλοιο [s. nt.]
δενδροφυτεμένος [agg.] δεξιά [s. femm.]
δενδρόφυτος [agg.] δεξιά [avv.]
δενδροχρονολόγηση [s. femm.] δέξιμο [s. nt.]
δενδρύλλιο {δενδρυλλί... δεξιοκαρδία [s. femm.]
δέντρα [s. nt. pl.] δεξιός [agg.]
δεντράκι [s. nt.] δεξιός [s. masch.]
δεντρί {δεντρ-ιού... δεξιόστροφα [avv.]
δέντρο [s. nt.] δεξιόστροφος [agg.]
δεντροκαλλιεργητικός [agg.] δεξιοσύνη [s. femm.]
δεντρόκηπος [s. masch.] δεξιότατος [agg.]
δεντρολίβανο [s. nt.] δεξιότατος [agg.]
δέντρος [s. masch.] δεξιότερος [agg.]
δεντροστοιχία [s. femm.] δεξιότερος [agg.]
δεντροφυτεία [s. femm.] δεξιοτέχνες [sost femm. pl.]
δεντροφυτεμένος [agg.] δεξιοτέχνης {δεξιοτεχν...
δεντροφύτευση [s. femm.] δεξιοτεχνία [s. femm.]
δεντρόφυτος [agg.] δεξιοτεχνικά [avv.]
δεντρύλλιο [s. nt.] δεξιοτεχνικός [agg.]
δεντρωμένος [agg.] δεξιοτέχνις {δεξιοτέχν...
δένω {έδεσα, δέ... δεξιοτέχνισσα [s. femm.]
δένω {έδεσα, δέ... δεξιότητα {δεξιοτήτω...
δεξαμενή [s. femm.] δεξιόχειρας {δεξιοχείρ...
δεξαμενίζω [v. trans.] δεξιοχειρία [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: