Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δείξιμο [s. nt.] δεκαεννιάχρονος [agg.]
δειπνίζω (δείπνησα) δεκαεξάρα {χωρ. γεν....
δείπνο [s. nt.] δεκαεξάρης {δεκαεξάρη...
δείπνος [s. masch.] δεκαεξασέλιδο [s. nt.]
δειπνώ {δειπνείς.... δεκαεξασύλλαβος [agg.]
δεισιδαίμονας [agg.] δεκαεπτά [agg. num. card.]
δεισιδαιμονία {δεισιδαιμ... δεκαετηρίδα [s. femm.]
δεισιδαίμων {δεισιδαίμ... δεκαετής [agg.]
δείχνομαι [v. pass.] δεκαετία [s. femm.]
δείχνω {έδειξα, δ... δεκαεφτά [agg. num. card.]
δείχνω {έδειξα, δ... δεκαεφτάρα [s. femm.]
δείχτης [s. masch.] δεκαεφτάρης [s. masch.]
δέκα [agg. num. card.] δεκαεφτασύλλαβος [agg.]
δέκα [s. nt.] δεκαεφτάχρονος [agg.]
δεκάγωνο [s. nt.] δεκαήμερο [s. nt.]
δεκάγωνος [agg.] δεκαθλητής [s. masch.]
δεκάδα [s. femm.] δέκαθλο {δεκάθλου ...
δεκαδικός [agg.] δεκάλεπτο {δεκαλέπτ-...
δεκάδραχμο {δεκαδράχμ... δεκάλιτρο [s. nt.]
δεκάεδρο [s. nt.] δεκάλογος {δεκαλόγ-ο...
δεκάεδρος [agg.] δεκαμελής [agg.]
δεκαεννέα [agg. num. card.] δεκάμετρο [s. nt.]
δεκαεννιά [agg. num. card.] δεκανέας {δεκαν-είς...
δεκαεννιάρα {χωρ. γεν.... δεκανίκι {δεκανικ-ι...
δεκαεννιάχρονη [s. femm.] δεκάξι [agg. num. card.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: