Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δείκτης {δεικτών} δείξιμο [s. nt.]
δεικτικός [agg.] δειπνίζω (δείπνησα)
δειλά [avv.] δείπνο [s. nt.]
δείλι [s. nt.] δείπνος [s. masch.]
δείλια [s. femm.] δειπνώ {δειπνείς....
δειλία {χωρ. πληθ... δεισιδαίμονας [agg.]
δειλιάζω {δείλιασα}... δεισιδαιμονία {δεισιδαιμ...
δειλιάζω {δείλιασα}... δεισιδαίμων {δεισιδαίμ...
δείλιασμα [s. nt.] δείχνομαι [v. pass.]
δειλινό [s. nt.] δείχνω {έδειξα, δ...
δειλός [agg.] δείχνω {έδειξα, δ...
δειλότατος [agg.] δείχτης [s. masch.]
δειλότερος [agg.] δέκα [agg. num. card.]
δειλόψυχος [agg.] δέκα [s. nt.]
δείνα [pron. indef.] δεκάγωνο [s. nt.]
δεινά [s. nt. pl.] δεκάγωνος [agg.]
δεινοπάθημα [s. nt.] δεκάδα [s. femm.]
δεινοπάθηση [s. femm.] δεκαδικός [agg.]
δεινοπαθώ {δεινοπαθε... δεκάδραχμο {δεκαδράχμ...
δεινός [agg.] δεκάεδρο [s. nt.]
δεινόσαυρος {-ου κ. -α... δεκάεδρος [agg.]
δεινότατος [agg.] δεκαεννέα [agg. num. card.]
δεινότερος [agg.] δεκαεννιά [agg. num. card.]
δεινότητα {χωρ. πληθ... δεκαεννιάρα {χωρ. γεν....
δείξα [s. femm.] δεκαεννιάχρονη [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: