Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
γυφτιά [s. femm.] γωνιώδης {γωνιώδ-ου...
γύφτικος [agg.] Δ, δ [s. nt.]
γύφτισσα [s. femm.] δά [partic.]
γύφτος {Γυφτισσών... δαγεροτυπία [s. femm.]
γυψαδόρος [s. masch.] δάγκαμα [s. nt.]
γυψάρισμα [s. femm.] δαγκαματιά [s. femm.]
γύψινος [agg.] δαγκαμένος [agg.]
γυψοκονίαμα [s. nt.] δαγκάνα {δαγκάνων}
γυψομάρμαρο {γυψομαρμά... δαγκωνιά [s. femm.]
γύψος [s. masch.] δαγκανιά [s. femm.]
γυψώδης [agg.] δαγκανιάρης {δαγκανιάρ...
γυψωμένος [agg.] δαγκανιάρικος [agg.]
γυψώνω {γύψωσα} (... δαγκάνω (δάγκ-ασα,...
γωνία {γωνι-ών} δάγκωμα {δαγκώμ-ατ...
γωνιά {γωνι-ών} δαγκωματιά [s. femm.]
γωνιάζω {γώνιασ-α,... δαγκωμένος [agg.]
γωνιακός [agg.] δαγκωνιά [s. femm.]
γωνιακότητα [s. femm.] δαγκώνομαι [v. pass.]
γώνιασμα [s. nt.] δαγκώνω {δάγκω-σα,...
γωνιασμένος [agg.] δάδα {σπάν. δαδ...
γωνιόλιθος {γωνιολίθ-... δαδί {δαδ-ιού |...
γωνιομετρία [s. femm.] δαημοσύνη [s. femm.]
γωνιομετρικός [agg.] δαήμων {δαήμ-ονος...
γωνιόμετρο {γωνιομέτρ... δαίδαλος {δαιδάλ-ου...
γωνίτσα [s. femm.] Δαίδαλος {Eαιδάλου}

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: