Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γυψώνω
verbo transitivo
1 ingessare; rivestire di gesso
2 medicina ingessare
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γωνιακότητα [-ας, η] |
γώνιασμα [-ατος, το... |
γωνιασμένος [agg.] |
γωνιόλιθος [-ου, ο] |
γωνιομετρία [-ας, η] |
γωνιομετρικός [-ή, -ό] |
γωνιόμετρο [-ου, το] |
γωνίτσα [-ας, η] |
γωνιώδης [-ης, -ες] |
Δ, δ [-, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|