Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
γκριζάδα [s. femm.] γλάρος [s. masch.]
γκριζάρισμα [s. nt.] γλάρωμα [s. nt.]
γκριζαρισμένος [agg.] γλαρωμένος [agg.]
γκριζοκίτρινο [s. nt.] γλαρώνω {γλάρω-σα,...
γκριζομάλλης {γκριζομάλ... γλασάρισμα [s. nt.]
γκριζοπράσινος [agg.] γλασάρω μππ. γκλασ...
γκρίζος [agg.] γλασέ [agg.]
γκριζωπός [agg.] γλάσο [s. nt.]
γκριλ [s. nt.] γλάστρα {γλαστρών}
γκριμάτσα {χωρ. γεν.... γλαύκα {γλαυκών}
γκρίνια {χωρ. γεν.... γλαυκός [agg.]
γκρινιάζω (γκρίνια-σ... Γλαύκος [s. masch.]
γκρινιάρης {γκρινιάρη... γλαύκωμα {γλαυκώμ-α...
γκρινιάρης [s. masch.] γλαφυρός [agg.]
γκρίνιασμα [s. nt.] γλαφυρότατος [agg.]
γκροτέσκ [s. nt.] γλαφυρότερος [agg.]
γκροτέσκο [s. nt.] γλαφυρότητα [s. femm.]
γκροτέσκος [agg.] γλαφυρώτατος [agg.]
γκρουμ [s. masch.] γλαφυρώτερος [agg.]
γκρουπ [s. nt.] γλειμμένος [agg.]
γκρουπιέρισσα [s. femm.] γλειφιτζούρι {δύσχρ. γλ...
γκρουπούσκουλο [s. nt.] γλείφομαι [v. pass.]
γκώνω aor άγκωσα... γλείφτης [s. masch.]
γλαδιόλα {χωρ. γεν.... γλείφτρα {γλειφτρών...
γλανιτσιά [s. femm.] γλείφω {έγλειψα, ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: