Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γκριζοκίτρινο
sostantivo neutro
ambra [f] grigia
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γκρενά [-, το] |
γκρι [-, το] |
γκριζάδα [-ας, η] |
γκριζάρισμα [-, το] |
γκριζαρισμένος [-η, -ο] |
γκριζοκίτρινο [-ου, το] |
γκριζομάλλης [-η, ο] |
γκριζοπράσινος [-η, -ο] |
γκρίζος [-α, -ο] |
γκριζωπός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|