Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
γιατρεμένος [agg.] γιγαντομαχία {γιγαντομα...
γιατρέσα [s. femm.] γιγαντοοθόνη {γιγαντοοθ...
γιατρεύομαι (-) γιγαντόσωμος [agg.]
γιατρεύω {γιάτρ-εψα... γιγαντωμένος [agg.]
γιατρικό [s. nt.] γιγαντώνομαι (γιγαντ-ώθ...
γιατρίνα [s. femm.] γίγας [s. masch.]
γιάτρισσα [s. femm.] γίγνεσθαι [s. nt.]
γιατρός [s. masch. e femm.] γίδα {γιδών}
γιατροσόφι {χωρ. γεν.... γίδι {γιδ-ιού |...
γιατρουδάκι [s. nt.] γίδια [s. nt. pl.]
γιάφκα {χωρ. γεν.... γιδοβοσκός [s. masch.]
Γιαχβέ (χωρίς πλη... γιδοπρόβατα {γιδοπροβά...
γιαχνί [s. nt.] γιερμάς [s. masch.]
γιαχωβάς {γιββώνων} γιλέκο [s. nt.]
γιαχωβού [s. femm.] γινατεύω (-)
Γιβραλτάρ [nome pr. nt.] γινάτι {γινατ-ιού...
γίγαντας {γιγάντων} γίνεται (-)
γιγαντεμένος [agg.] γίνομαι {έγινα (να...
γίγαντες [s. masch. pl.] γινόμενο {γινομέν-ο...
γιγαντεύω (γιγάντ-εψ... γίνωμα {γινώματος...
γιγαντιαίος [agg.] γινωμένος [agg.]
γιγάντιος [agg.] γινώσκω (έγν-ων, -...
γιγαντισμός [s. masch.] γιογιό [s. nt.]
γιγάντισσα {γιγαντισσ... γιόγκα [s. nt.]
γιγαντοαφίσα {γιγαντοαφ... γιόγκι [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: