Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
γενιά [s. femm.] γενναίος [agg.]
γενικά [avv.] γενναιότατος [agg.]
γενικευμένος [agg.] γενναιότερος [agg.]
γενικεύομαι (-) γενναιότητα {χωρ. πληθ...
γενίκευση, γενικεύση {-ης κ. -ε... γενναιοφροσύνη [s. femm.]
γενικεύω {γενίκευ-σ... γενναιόφρων {γενναιόφρ...
γενική [s. femm.] γενναιοψυχία [s. femm.]
γενικολογία {γενικολογ... γενναιόψυχος [agg.]
γενικολογώ [-είς, -εί... γεννάω (-)
γενικός [agg.] γέννημα {γεννήμ-ατ...
γενικός [s. masch.] γεννήματα [s. nt. pl.]
γενικότατος [agg.] γεννημένος [agg.]
γενικότερος [agg.] γέννηση {-ης κ. -ή...
γενικότητα {γενικοτήτ... γεννησιμιό [s. nt.]
γενικώς [avv.] γεννήσιμος [agg.]
γενικώτατος [agg.] γεννητικά [s. nt. pl.]
γενικώτερος [agg.] γεννητικός [agg.]
γενίτσαρος {γενιτσάρω... γεννητικότητα {χωρ. πληθ...
γέννα {δύσχρ. γε... γεννήτορας {γεννητόρω...
γενναία [avv.] γεννητούρια [s. nt. pl.]
γενναιόδωρα [avv.] γεννήτρα {χωρ. γεν....
γενναιοδωρία {χωρ. πληθ... γεννήτρια {γεννητριώ...
γενναιόδωρος [agg.] γεννιέμαι (-)
γενναιοδώρως [avv.] γεννοβολάω [v. intr.]
γενναιόκαρδος [agg.] γεννοβολώ {γεννοβολά...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: