Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γενναιοφροσύνη
sostantivo femminile
1 magnanimità [f]; nobiltà [f] d'animo
2 generosità [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γέννημα [-ατος, το... |
γεννήματα [-άτων, τα... |
γεννημένος [-η, -ο] |
γέννηση [-ης, η] |
γεννησιμιό [-ιού, το] |
γεννήσιμος [-η, -ο] |
γεννητικά [-ών, τα] |
γεννητικός [-ή, -ό] |
γεννητικότητα [-ας, η] |
γεννήτορας [-α, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|