Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
γαστέρα [s. femm.] γαστροστομία [s. femm.]
γαστερόποδα [s. nt. pl.] γάτα {γατών}
γαστήρ [s. masch.] γατάκι [s. nt.]
γαστρ- [pref.] γατί {γατ-ιού |...
γάστρα {χωρ. γεν.... γατίσιος [agg.]
γαστραλγία {γαστραλγι... γατόπαρδος [s. masch.]
γαστραλγικός [agg.] γάτος [s. masch.]
γαστρεκτασία [s. femm.] γατούλα {χωρ. γεν....
γαστρεκτομή [s. femm.] γατσιάζω (-)
γαστρεντερικός [agg.] γατσιασμένος [agg.]
γαστρεντερίτιδα {χωρ. γεν.... γαυγίζω (-)
γαστρεντερολογία {χωρ. πληθ... γαύρος [s. masch.]
γαστρεντερολόγος [s. masch. e femm.] γγιαγμένος [agg.]
γαστρικός [agg.] γγιάω aor άγγιαξ...
γαστρίτιδα {χωρ. γεν.... γγίζω aor άγγιξα...
γαστρο- [pref.] γδαρμένος [agg.]
γαστροδωδεκαδακτυλικός [agg.] γδάρσιμο [s. nt.]
γαστροκνημία [s. femm.] γδάρτης {γδαρτών)
γαστροκνήμιο [s. nt.] γδέρνομαι Ρ αόρ. έγδ...
γαστρονομία [s. femm.] γδέρνω {έγδαρα, γ...
γαστρονομικός [agg.] γδικιέμαι (γδικήθηκα...
γαστροπάθεια [s. femm.] γδικιωμός [s. masch.]
γαστρορραγία {γαστρορρα... γδούπος [s. masch.]
γαστροσκόπιο {γαστροσκο... γδυμένος [agg.]
γαστροσκόπιση [s. femm.] γδυμνός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: