Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γαστροπάθεια
sostantivo femminile
gastropatia [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γαστροδωδεκαδακτυλικός [-ή, -ό] |
γαστροκνημία [-ας, η] |
γαστροκνήμιο [-ου, το] |
γαστρονομία [-ας, η] |
γαστρονομικός [-ή, -ό] |
γαστροπάθεια [-ας, η] |
γαστρορραγία [-ας, η] |
γαστροσκόπιο [-ου, το] |
γαστροσκόπιση [-ης, η] |
γαστροστομία [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|