Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
γαλλοφοβία [s. femm.] γάμος [s. masch.]
γαλλόφοβος [agg.] γαμοσέπαλος [agg.]
γαλλόφωνος [agg.] γάμπα {χωρ. γεν....
γαλόνι{1} {γαλον-ιού... γάμπια {χωρ. γεν....
γαλόνι{2} {γαλον-ιού... γαμπριάτικα [s. nt. pl.]
γαλόνια [s. femm.] γαμπριάτικος [agg.]
γαλόπουλα {χωρ. γεν.... γαμπρίζω {γάμπρισα}...
γαλόπουλο [s. nt.] γαμπρός [s. masch.]
γάλος [s. masch.] γαμψός [agg.]
γαλότσα {δύσχρ. γα... γαμώ {γαμ-άς κ....
γαλουχημένος [agg.] γαμώτη [s. femm.]
γαλούχηση [s. femm.] γαμώτο [int.]
γαλουχούμαι [v. pass.] γάντζος [s. masch.]
γαλουχώ {γαλουχείς... γάντζωμα [s. nt.]
γάμα [s. nt.] γαντζωμένος [agg.]
γαμάω [v. trans.] γαντζώνομαι (-)
γαμέτης {γαμετών} γαντζώνω {γάντζω-σα...
γαμετικός [agg.] γάντι {γαντ-ιού ...
γαμετογένεση [s. femm.] Γανυμήδης [nome pr. masch.]
γαμήλιος [agg.] γάνωμα [s. nt.]
γαμημένος [agg.] γανωματής [s. masch.]
γαμήσι {γαμησ-ιού... γανωμένος [agg.]
γαμιόλα [s. femm.] γανώνω {γάνω-σα, ...
γάμοι [s. masch. pl.] γανωτζής [s. masch.]
γαμοπέταλος [agg.] γανωτής [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: