Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoγάμοι
sostantivo maschile plurale nozze [fp]; matrimonio [m]; sposalizio [m] την Κυριακή θα τελέσουν τους γάμους τους στη μητρόπολη → domenica celebreranno le loro nozze nella cattedrale | αργυροί γάμοι → nozze d'argento | χρυσοί γάμοι → nozze d'oro γάμος sostantivo maschile 1 matrimonio [m] θρησκευτικός γάμος → matrimonio religioso | πολιτικός γάμος → matrimonio civile | λευκός γάμος → matrimonio bianco, non consumato | γάμος από έρωτα → matrimonio per amore | γάμος από προξενιό → matrimonio per combinato | γάμος από συμφέρον → matrimonio per d'interesse | κοπέλα σε ηλικία γάμου → una ragazza da marito 2 nozze [fp]; matrimonio [m]; sposalizio [m] ο γάμος τους έγινε σε στενό οικογενειακό περιβάλλον → le loro nozze sono state celebrate in presenza di pochi intimi permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiο πολιτικός γάμος = matrimonio αρσ. civile || ο θρησκευτικός γάμος = matrimonio αρσ. religioso || οι αργυροί γάμοι m. = nozze θηλ. πλυθ. άκλ. d'argento || οι χρυσοί γάμοι m. = nozze θηλ. πλυθ. άκλ. d'oro Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |