Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
βυζαίνω {βύζα-ξα, ... βυθομέτρηση {-ης κ. -ή...
βυζαίνω {βύζα-ξα, ... βυθομέτρησις [s. femm.]
βυζανιάρικο [s. nt.] βυθόμετρο {βυθομέτρ-...
Βυζαντινή [s. femm.] βυθομετρώ {-είς...} ...
βυζαντινισμός [s. masch.] βυθός [s. masch.]
βυζαντινολογία {βυζαντινο... βυθοσκοπημένος [agg.]
βυζαντινολόγος [s. masch. e femm.] βυθοσκοπώ [-είς, -εί...
βυζαντινολογώ {βυζαντινο... βύνη {χωρ. πληθ...
βυζαντινός [agg.] βυρσοδεψείο [s. nt.]
βυζαντινός [s. masch.] βυρσοδέψης {βυρσοδεψώ...
Βυζάντιο {Βυζαντίου... βυρσοδεψία {χωρ. πληθ...
βυζάνω μτχ. βυζα... βυρσοδεψική [s. femm.]
βυζασταρούδι [s. nt.] βυρσοδεψώ [v. trans.]
βυζάστρα {δύσχρ. βυ... βύρσωμα {βυρσώμ-ατ...
βυζί {βυζ-ιού |... βύσμα {βύσμ-ατος...
βυζούνι [s. nt.] βυσσινάδα [s. femm.]
βυθίζομαι [v. pass.] βυσσινής [agg.]
βυθιζόμενος [s. masch.] βυσσινιά [s. femm.]
βυθίζω {βύθισ-α, ... βύσσινο [s. nt.]
βυθίζων [s. masch.] βυσσοδομώ {βυσσοδομε...
βύθιση {-ης κ. -ί... βυτίο [s. nt.]
βύθισμα {βυθίσμ-ατ... βυτιοφόρο [s. nt.]
βυθισμένος [agg.] βωμολοχία {βωμολοχιώ...
βυθοκόρος [s. femm.] βωμολόχος [agg.]
βυθομετρημένος [agg.] βωμός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: