Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
βραστήρας [s. masch.] βραχονησίς [s. femm.]
βραστό [s. nt.] βράχος {βράχοι κ....
βραστός [agg.] βραχυαλγία [s. femm.]
βράχια {χωρ. γεν.... βραχύβιος [agg.]
βραχιολάκι [s. nt.] βραχυγραφία {βραχυγραφ...
βραχιόλι {βραχιολ-ι... βραχυκεφαλία {χωρ. πληθ...
βραχίονας {βραχιόνων... βραχυκεφαλικός [agg.]
βραχιόνιος [agg.] βραχυκέφαλος [agg.]
βραχμάνας [s. masch.] βραχυκύκλωμα {βραχυκυκλ...
βραχμανισμός [s. masch.] βραχυκυκλωμένος [agg.]
βραχμάνος {βραχμάν-ε... βραχυκυκλώνομαι [v. pass.]
βράχνα [s. femm.] βραχυκυκλώνω {βραχυκύκλ...
βραχνάδα {χωρ. πληθ... βραχυλογία {βραχυλογι...
βραχνάς {βραχνάδες... βραχύλογος [agg.]
βραχνιάζω {βράχνιασ-... βραχυλόγος [agg.]
βράχνιασμα [s. nt.] βράχυνση {-ης κ. -ύ...
βραχνιασμένα [avv.] βραχύνω (βράχ-υνα,...
βραχνιασμένος [agg.] βραχυπρόθεσμος [agg.]
βραχνός [agg.] βραχύς {βραχ-έος ...
βραχνότατος [agg.] βραχύσωμος [agg.]
βραχνότερος [agg.] βραχύτατος [agg.]
βραχόβιος [agg.] βραχύτερος [agg.]
βραχόκηπος [s. masch.] βραχύτερος [agg.]
βραχονήσι {δύσχρ. βρ... βραχύτης [s. femm.]
βραχονησίδα [s. femm.] βραχύτητα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: