Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βραχυαλγία
sostantivo femminile
brachialgia [f]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βραχόκηπος [-ου, το] |
βραχονήσι [-ιού, το] |
βραχονησίδα [-ας, η] |
βραχονησίς [-εως, η] |
βράχος [-ου, ο] |
βραχυαλγία [-ας, η] |
βραχύβιος [-ια, -ιο] |
βραχυγραφία [-ας, η] |
βραχυκεφαλία [-ας, η] |
βραχυκεφαλικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|