Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
βολή{2} [s. femm.] βολτάρω {βόλταρ-α ...
βόλι {χωρ. γεν.... βολτίτσα [s. femm.]
Βολιβιανή [s. femm.] βολτόμετρο {βολτομέτρ...
Βολιβιανός [s. masch.] βολφράμιο {βολφραμίο...
βολίδα [s. femm.] βολφραμίτης [s. masch.]
βολιδοσκοπημένος [agg.] βόμβα {βομβών}
βολιδοσκόπηση [s. femm.] βομβαρδίζω {βομβάρδισ...
βολιδοσκοπώ {βολιδοσκο... βομβαρδισμός [s. masch.]
βολίζω {βόλισ-α, ... βομβαρδιστής [s. masch.]
βολικά [avv.] βομβαρδιστικός [agg.]
βολικός [agg.] βομβητής [s. masch.]
βολικότατος [agg.] βομβιστής [s. masch.]
βολικότερος [agg.] βομβιστικός [agg.]
βολικότητα [s. femm.] βομβίστρια {βομβιστρι...
βόλισμα [s. nt.] βομβοβόλο [s. nt.]
Βολιώτης [s. masch.] βόμβος {χωρ. πληθ...
Βολιώτισσα [s. femm.] βόμβυκας [s. masch.]
βόλλεϊ-μπολ [s. nt.] βομβύκιο {βομβυκί-ο...
βολοδέρνω Ρ αόρ. βολ... βόμβυξ {βόμβ-υκος...
βολοκόπος [s. masch.] βομβώ {-είς...}
βόλος [s. masch.] βομβών [s. masch.]
βόλτα {χωρ. γεν.... βοοειδές [agg.]
βολτάζ [s. nt.] βοοειδή bl E10
βολταϊκός [agg.] βορά [s. femm.]
βολτάμετρο {βολταμέτρ... βόρακας [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: