Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βολφράμιο
sostantivo neutro
wolframio [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βομβαρδιστής [-ή, ο] |
βομβαρδιστικός [-ή, -ό] |
βομβητής [-ή, ο] |
βομβιστής [-ή, ο] |
βομβιστικός [-ή, -ό] |
βομβίστρια [-ας, η] |
βομβοβόλο [-ου, το] |
βόμβος [-ου, ο] |
βόμβυκας [-α, ο] |
βομβύκιο [-ου, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|